-
1 καιρός
καιρός, ὁ, das rech te Maaß, μέτρα φυλάσσεσϑαι· καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Hes. O. 692, vgl. Hierax. bei Stob. Fl. 10, 78; καιροῦ πέρα, über das rechte Maaß hinaus, Aesch. Prom. 506; ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος Ag. 761, vgl. Suppl. 1046; Theogn. 401; μείζω τοῦ καιροῦ τὴν γαστέρα ἔχων, μετριωτέραν ποιῆσαι αὐτήν Xen. Conv. 2, 19; ὑπερβάλλειν τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν καιρόν, das rechte Maaß überschreiten, Plut. Ages. 8; – übh. das rechte Verhältniß, bes. der rechte Zeitpunkt zu Etwas, die passende, günstige Zeit, gute Gelegenheit; καιρὸς ἔχει παντὸς κορυφάν Pind. P. 9, 81 (vgl. Soph. El. 75); νοῆσαι κ. ἄριστος Ol. 13, 46; κατὰ καιρόν I. 2, 22; παρὰ καιρόν Ol. 8, 24 P. 10, 4; ἐν καιρῷ Aesch. Prom. 879, zur rechten Zeit; τὸν δ' οὐδαμῶς καιρὸς γεγωνεῖν Prom. 521; καὶ τῶνδε καιρὸν ὅςτις ὤκιστος λαβέ, nütze so schnell wie möglich die rechte Zeit, Spt. 65; καιρὸς καὶ πλοῦς Soph. Phil. 1436; ὑμῖν δ' ἂν εἴη τήνδε καιρὸς ἐξάγειν O. C. 830; ἵν' οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός El. 22; öfter πρὸς καιρόν, λέγειν, ἐννέπειν, wie oben καίρια, Phil. 1263 Tr. 59; auch ἐν καιρῷ u. ἐς καιρόν, O. C. 813 Ai. 1147; auch mit dem bloßen acc., καιρὸν δ' ἐφήκεις Ai. 34. 1295; ἀφῖξαι εἰς καιρὸν κακῶν Eur. Or. 384; εἰς καιρὸν ἦλϑες Troad. 739 u. öfter; καιρὸν εὐλαβούμενος, den rechten Zeitpunkt wahrnehmend, 698; παρὰ καιρόν I. A. 800; ὡς ὁ καιρὸς οὐχὶ μέλλειν, ἀλλ' ἔστ' ἐπ' αὐτῆς τῆς ἀκμῆς Ar. Plut. 255; ἡμέας ἐστὶ καιρὸς προςβωϑῆσαι Her. 8, 144; καιρὸς ἤδη διαλύειν τὴν στρατιάν Xen. Cyr. 5, 5, 43; καιρὸν παριέναι, den rechten Zeitpunkt vorbeilassen, Thuc. 4, 27; οὐ παρεὶς τοὺς καιρούς Plat. Rep. II, 374 c; καϑυφιέναι Dem. 19, 6; τηρεῖν, ihn wahrnehmen, Arist. rhet. 2, 6; καιρὸν εἰληφέναι ἐνόμισαν Lys. 13, 6, sie glaubten einen günstigen Zeitpunkt getroffen zu haben; καιροῦ λαβέσϑαι Luc. Tim. 13; – dem σχολή entsprechend, Muße, Strab. V, 3, 5; καιρῷ χρῆσϑαι Plut. Pyrrh. 7; ἐς καιρόν, wie ἐν καιρῷ, zur rechten Zeit, Tragg. (s. oben); Her. 7, 144; ὥς οἱ κατὰ καιρὸν ἦν, wie es ihm bequem war, 1, 30; Thuc. 4, 59; Plat. Crit. 44 a; ἐπὶ καιροῦ Dem. 19, 258; Plut. Sert. 3; σὺν καιρῷ Pol. 2, 38, 7; – ἀπὸ καιροῦ, außer der Zeit, zur Unzeit, Plat. Theaet. 187 e; ἄνευ καιροῦ Ep. VII, 339 c; eben so παρὰ καιρόν, Plat. Polit. 277 a u. sonst; ἐκ καιροῦ, plötzlich, Pol. 6, 32, 3; ἐπὶ καιροῠ, ex tempore, Plut. Dem. 8. – Uebh. Zeitpunkt, Zeit, χειμῶνος Plat. Legg. IV, 709 c, u. so bes. Sp., dah. Moeris dies als hellenistischen Sprachgebrauch, statt ὥρα, bezeichnet; – οἱ καιροί, Zeitumstände, bes. schlimme, Xen. Hell. 6, 5, 33; – ὁ ἔσχατος καιρός, Pol. 29, 11, 12 Plut. Syll. 12. – Auch vom Orte, ἐναυλισάμενοι τῶν χωρίων, οὗ καιρὸς εἴη, wo es passend war, Thuc. 4, 54; ἐς καιρὸν τυπείς = καιρίαν, Eur. Andr. 1120; προσωτέρω τοῦ καιροῦ, weiter als recht, gut ist, διώκειν, προιέναι, Xen. Hell. 7, 5, 13 An. 4, 3, 34 u. Sp., wie D. Cass. 36, 30. – W. Einem zu Statten kommt, Vortheil, Nutzen, τὸ νὸν φρουρεῖν ὄμμ' ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ Soph. Phil. 151; τὰ δ' ὑπερβάλλοντα οὐδένα καιρὸ δύναται ϑνατοῖς Eur. Med. 128; ἐς καιρὸν ἔσται, es wird nützlich sein, Her. 7, 144; ἐν καιρῷ γίγνεσϑαί τινι Xen. Cyr. 5, 1, 17; vgl. Dem. μάλιστα δ' ἐπὶ καιροῦ τοῦτο γένοιτ' ἂν καὶ πάντας ὠφελήσειεν ἀνϑρώπους 19, 258; – μέγιστον ἔχετε καιρόν, ihr habt den meisten Einfluß, das größte Gewicht, Xen. An. 3, 1, 36. – Wahrscheinlich hängt es mit κάρα zusammen, was die Sache auf den Kopf trifft, den rechten Fleck trifft. Vgl. καίριος.
-
2 ὀκνέω
ὀκνέω, zaudern, zögern, Bedenken tragen; c. inf., ἀρχέμεναι πολέμοιο ὤκνεον ἀμφότεροι, Il. 20, 155 (vgl. d. Vorige); σὰς δ' ὀκνῶ ϑρᾶξαι φρένας, Aesch. Prom. 631; ἵν' οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός, Soph. El. 22; ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει, mußt du nicht Bedenken tragen, Phil. 111, vgl. El. 1263; auch = sich scheuen, τάφου μὲν ὀκνῶ τοῠδ' ἐπιψαύειν ἐᾶν, Ai. 1373, καὶ πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ, O. R. 976; οὐκ ὀκνήσουσι ϑανεῖν, Eur. Phoen. 1008 u. öfter; u. in Prosa, Her. 7, 50, Thuc. 1, 120; ὀκνεῖς ἀποκρίνασϑαι, Plat. Gorg. 515 b, u. öfter; ἐγὼ τἀληϑῆ λέγειν οὔτε ὀκνήσω οὔτε αἰσχυνοῦμαι, Ep. II, 310 d; ὤκνει ἀνοίγειν τὰς πύλας, Xen. Hell. 3, 1, 22; An. 1, 3, 17 u. öfter, wie bei Folgdn; μηδὲν ὀκνήσας, sogleich, Luc. Prom. 18; neben μέλλειν Hdn. 6, 3, 12, neben ὑπείκειν ib. 13; – auch wie die Verba des Fürchtens mit μή construirt, ὥςτε ὀκνῶ, μή μοι ὁ Λυσίας ταπεινὸς φανῇ, Plat. Phaedr. 257 c; ἔςτ' ἂν ὀκνήσωσιν οἱ ἄγγελοι μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν, Xen. An. 2, 3, 9, wie 2, 4, 22; Dem. 1, 17 u. A.; – auch περί τινος, für Einen besorgt sein, Xen. Cyr. 4, 5, 20; – c. acc., οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν, 2, 2, 21, vgl. 6, 1, 17; τὸ μέλλον, 7, 1, 25; οὐδένα κίνδυνον, Dem. 18, 197; – οὐκ ὀκνητέον, Pol. 1, 14, 7.
См. также в других словарях:
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek